- λότζα
- και λόντζα, η (Μ λότζα)νεοελλ.1. υπόστεγο υαλόφρακτο παράπηγμα2. θεωρείο θεάτρου, αλλ. λόζαμσν.1. μεγάλη αίθουσα παλατιού ή ειδικός χώρος συνάντησης2. τα προξενεία τής Γένουας και τής Βενετίας στην Κύπρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. loge «θεωρείο θεάτρου»].
Dictionary of Greek. 2013.